νεβρός

νεβρός
ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ)
το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ' ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.)
2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και δειλίας («τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.)
3. παροιμ. «ὁ νεβρός τὸν λέοντα (ενν. αἱρεῑ, δηλ. συλλαμβάνει)» — λεγόταν για παράδοξο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *negw-ro-, που συνδέεται με αρμ. nerk «χρώμα», ίσως και λατ. niger «σκοτεινός». Η ονομ. τού ζαρκαδιού προέρχεται επομένως από το χρώμα του. Ανάλογη περίπτωση το προκάς «ελάφι», συγγενές με το πρεκνός / περκνός «στικτός».
ΠΑΡ. νεβρίδα
αρχ.
νέβραξ, νέβρειος, νεβρή, νεβρίας, νέβρινος, νέβριον, νεβρίτης, νεβρίτις, νεβρούμαι, νεβρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νεβρόγονος, νεβροκτόνος, νεβροστολίζω, νεβροτόκος, νεβροφανής, νεβροφόνος, νεβροχίτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νεβρός — young of the deer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβρός — young of the deer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα. — (ἕλοι). См. Дай Бог нашему теляти, да волка поймати …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Νεβροῖο — Νεβρός young of the deer masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεβροῖς — Νεβρός young of the deer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβροῖς — νεβρός young of the deer masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεβροῖσι — Νεβρός young of the deer masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεβροῖσι — νεβρός young of the deer masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεβροί — Νεβρός young of the deer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεβροῦ — Νεβρός young of the deer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”